GDPR και Δίκαιο: Τι συμβαίνει όταν τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβάλλονται από τα μέρη αποκτώνται παράνομα; Τι γίνεται αν ενδεχομένως παραβιάζουν τις αρχές και τους λόγους προστασίας των δεδομένων όπως εκτίθενται στο GDPR;

GDPR και Δίκαιο: Τι έχει φέρει η έλευση του κανονισμού προστασίας των προσωπικών δεδομένων

Η έλευση του κανονισμού του GDPR από τον Μάιο του 2018, έχει αλλάξει δραματικά τον τρόπο αντιμετώπισης των προσωπικών δεδομένων. Όπως αυτό είχε αντίκτυπο σε αυτούς που διαχειρίζονται και επεξεργάζονται τα προσωπικά δεδομένα, έτσι επηρεάζεται και ο τομέας στη δικαιοσύνη.

Ειδικότερα, υπήρξε μια αξιοσημείωτη περίπτωση στο δικαστήριο της Μάλτας. Αυτή συνέβη με μια αίτηση δικαιώματος στη λήθη (άρθρο 17), μέσω της ηλεκτρονικής πύλης του φορέα.

Η πρακτική της απόκτησης αποδεικτικών στοιχείων μέσω δυνητικά αμφισβητήσιμων μέσων, όπως μυστικές ηχογραφήσεις, μικρόφωνα ή κρυφές κάμερες, είναι ευρέως διαδεδομένη και διαδεδομένη. Τα μέρη σε αστικές υποθέσεις καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να φέρουν τα «καλύτερα αποδεικτικά στοιχεία» τους στην προσοχή του δικαστηρίου. Αλλά τι συμβαίνει όταν τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβάλλονται από τα μέρη αποκτώνται παράνομα; Τι γίνεται αν ενδεχομένως παραβιάζουν τις αρχές και τους λόγους προστασίας των δεδομένων όπως εκτίθενται στο GDPR;

Η καταγραφή ενός φυσικού προσώπου μέσω κρυφής κλήσης ή μαγνητοσκόπησης χωρίς την επίγνωση του και οι πληροφορίες του αποτελεί «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα». Αυτή κατά μείζονα λόγο παραβιάζει τα άρθρα 5 (αρχές) και 6 (λόγους) του GDPR. Ως εκ τούτου, είναι δυνητικά παράνομη όσον αφορά το νόμο. Με βάση αυτή την πιθανή «παρανομία» – μπορούν τα δικαστήρια να λαμβάνουν τέτοια αποδεικτικά στοιχεία; Επίσης αν τα δέχονται, πως πρέπει να εξεταστούν κατά τις συζητήσεις του δικαστηρίου;

Ή μήπως τα δικαστήρια της Μάλτας υιοθετούν το δόγμα των «φρούτων του απαγορευμένου δένδρου»; Ένα δόγμα που υιοθετήθηκε στη νομολογία των ΗΠΑ και καθιστά απαράδεκτα τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία. Εάν ναι, μπορεί ο αντισυμβαλλόμενος στην ίδια διαδικασία να αντιταχθεί στην προσκόμιση τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων και να ζητήσει την εξαίρεση και την κατάργηση των προσβαλλόμενων εγγράφων από τον φάκελο του δικαστηρίου;

GDPR και Δίκαιο: Η δικαστική υπόθεση της Μάλτας

Το ζήτημα αυτό εξετάστηκε πρόσφατα και αποφασίστηκε με διάταγμα του Ανώτατου δικαστηρίου της χώρας. Αυτή αφορούσε στην υπόθεση Cutajar εναντίων Caruana που αποφασίστηκε στις 14 Φεβρουαρίου 2019. Σε αυτή, ένας από τους θιγόμενους διάδικους υπέβαλε αίτηση στο δικαστήριο, ζητώντας τον αποκλεισμό από αποδεικτικά στοιχεία μια εγγραφή τηλεφωνικής κλήσης. Η κλήση αυτή καταγράφηκε χωρίς τη γνώση ή τη συγκατάθεση του εναγομένου. Στην αγωγή, ο εναγόμενος ισχυρίστηκε ότι η καταχώριση παραβιάζει το GDPR και τα δικαιώματά του στην ιδιωτική ζωή. Επίσης ισχυρίστηκε ότι το δικαστήριο δεν πρέπει να ανεχθεί ή να επιβάλει κυρώσεις σε μια τέτοια συμπεριφορά. Ούτε πως το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει παράνομα ληφθέντα αποδεικτικά στοιχεία.

Τι αποφάσισε το ανώτατο δικαστήριο

Με το διάταγμα του το ανώτατο δικαστήριο, δέχθηκε το γεγονός ότι η καταγραφή φωνητικής κλήσης συνιστούσε «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» σύμφωνα με το δίκαιο της Μάλτας και της ΕΕ για την προστασία των δεδομένων, αλλά έκρινε ότι δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα ή την αποστολή του να αποφασίζει τη νομιμότητα ή την παρανομία αυτής της επεξεργασίας δεδομένων, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα αυτή είχε ανατεθεί στην Επιτροπή Πληροφόρησης και Προστασίας Δεδομένων (IDPC), η οποία δεν είχε λάβει απόφαση επί του θέματος.

Συμπληρωματικά το δικαστήριο ανέφερε μια απόφαση του Ποινικού Δικαστηρίου με την επωνυμία Republika ta ‘Malta/Meinrad Calleja. Σε αυτή το δικαστήριο είχε διαπιστώσει ότι ο «κανόνας αποκλεισμού» του αμερικανικού δικαίου ήταν αλλοδαπός στο δίκαιο της Μάλτας. Αυτό συνέβη καθώς δεν είχε αναπτυχθεί με τον ίδιο τρόπο στη Μάλτα. Επίσης δήλωσε πως η θέση της Μάλτας θα πρέπει να ακολουθεί εκείνη που καθορίζεται στη νομολογία του κοινού δικαίου. Σύμφωνα με την εκείνη «τα αποδεικτικά στοιχεία που λαμβάνονται παράνομα, αντικανονικά ή άδικα είναι αποδεκτά από νομική άποψη » .

Τι προβλέπεται στην περίπτωση των αποδεικτικών στοιχείων;

Το δικαστήριο ανέφερε επίσης ότι πουθενά δεν προβλέπεται «αποκλεισμός του κανόνα» στην περίπτωση αποδεικτικών στοιχείων που έχουν παρασχεθεί παράνομα. Ούτε από το νόμο περί προστασίας δεδομένων στο κεφάλαιο 440 των νόμων της Μάλτας (προ-GDPR), ούτε από το νόμο περί προστασίας δεδομένων, κεφάλαιο 586 των νόμων της Μάλτας (μετά-GDPR). Κάποιος μπορεί αναμφισβήτητα να διεκδικήσει το αντίστροφο, δεδομένου ότι ο νόμος για την προστασία των δεδομένων φαίνεται να εκδικάζει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα όταν αυτό είναι αναγκαίο για την καθιέρωση, άσκηση ή υπεράσπιση νομικών αξιώσεων.

Επίσης στην υπόθεση Cutajar εναντίων Caruana, το δικαστήριο ανέφερε τη νομολογία της ΕΣΔΑ. Σύμφωνα με την αυτή, το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν προβλέπει κανόνες σχετικά με το παραδεκτό αποδεικτικών στοιχείων. Ως εκ τούτου οι «κανόνες αποκλεισμού» εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων. Τέλος, το δικαστήριο έκρινε επίσης κάτι σημαντικό. Ακόμη και αν υποβάλλονται παράνομα αποδεικτικά στοιχεία, δεν σημαίνει πως η διαδικασία παραβιάζει το άρθρο 6 «δικαίωμα δίκαιης δίκης».

Η βασική εκτίμηση του δικαστηρίου

Για το δικαστήριο, η βασική εκτίμηση δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο αποκτήθηκαν πρώτα τα αποδεικτικά στοιχεία. Βασική εκτίμηση είναι, αν τα αποδεικτικά στοιχεία έχουν σημασία για το ζήτημα που αμφισβητείται και αν ο αντισυμβαλλόμενος έχει τη δυνατότητα να εξετάσει τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με το δικονομικό δίκαιο.

Με βάση τα παραπάνω, το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για την κατάργηση αυτών των στοιχείων.